- επικασσιτερώνω
- επικασσιτέρωσα, μτβ., επικαλύπτω μεταλλικό αντικείμενο (και ιδίως χάλκινο) με λεπτό στρώμα κασσίτερου, γανώνω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
επικασσιτερώνω — επικασσιτερώνω, επικασσιτέρωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
επικασσιτερώνω — εκτελώ επικασσιτέρωση*, ειδ. σε μαγειρικά σκεύη, γανώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κασσιτερώνω (< κασσίτερος). Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Αναστ. Κ. Δαμβέργη] … Dictionary of Greek
κασσιτερώνω — (Α κασσιτερῶ, όω) [κασσίτερος] καλύπτω την επιφάνεια σκεύους με επίστρωμα κασσιτέρου, επικασσιτερώνω, γανώνω … Dictionary of Greek